- μυθιστορηματικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μυθιστόρημα: Μυθιστορηματικοί ήρωες.2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος: Η εμπειρία που έζησε ήταν μυθιστορηματική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.